επιδαψιλεύσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπιδαψιλεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επιδαψιλεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδαψιλεύω
- θα επιδαψιλεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδαψιλεύω