Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επιβλέψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιβλέπω
  2. θα επιβλέψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιβλέπω