επαιτήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπαιτήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επαιτώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαιτώ
- θα επαιτήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαιτώ