επαγγελθείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επαγγελθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαγγέλλομαι
- θα επαγγελθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαγγέλλομαι
επαγγελθείς