επί κοντώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαεπί κοντώ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) το άλμα επί κοντώ, αγώνισμα του στίβου
Συγγενικά
επεξεργασία- επικοντισμός
- επικοντιστής
- επικοντίστρια
- → δείτε τις λέξεις επί, κοντός και κοντάρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία επί κοντώ
|