Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επέστη < αρχαία ελληνική, αόριστος του ρήματος ἐφίσταμαι

  Ρήμα επεξεργασία

επέστη

  Μεταφράσεις επεξεργασία