Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εξουδετερώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξουδετερώνω
  2. θα εξουδετερώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξουδετερώνω