Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εξουδετερώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εξουδετερώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξουδετερώνω
  3. θα εξουδετερώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξουδετερώνω