Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εξισώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξισώνω
  2. θα εξισώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξισώνω