εξηγήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εξηγήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εξηγώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξηγώ
- θα εξηγήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξηγώ