εξεταστεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεξεταστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εξετάζομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξετάζομαι
- θα εξεταστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξετάζομαι