Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εξαρτήσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαρτώ
  2. θα εξαρτήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαρτώ