Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εξαναγκάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εξαναγκάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαναγκάζω
  3. θα εξαναγκάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαναγκάζω