Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ενωθούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενώνομαι
  2. θα ενωθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενώνομαι