Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ενταφιάσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενταφιάζω
  2. θα ενταφιάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενταφιάζω