ενταφιάσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ενταφιάσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενταφιάζω
- θα ενταφιάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενταφιάζω
ενταφιάσουμε