Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ενσωματώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ενσωματώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενσωματώνω
  3. θα ενσωματώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενσωματώνω