ενημερωθείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ενημερωθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενημερώνομαι
- θα ενημερωθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενημερώνομαι
ενημερωθείς