Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδόθερμη αντίδραση < → δείτε τις λέξεις ενδόθερμη και αντίδραση

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ενδόθερμη αντίδραση θηλυκό

  • (χημεία) η χημική αντίδραση που για να ξεκινήσει απαιτεί ελεύθερη ενέργεια (θερμότητα) από εξωτερική πηγή.

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία