Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπορευματοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος εμπορευματοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

εμπορευματοποιούμαι

  • με μετατρέπουν σε εμπόρευμα ενω είμαι αγαθό, ή πάντως ενώ δεν είμαι αντικείμενο προς εκμετάλλευση

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία