Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εμπνεύσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμπνέω
  2. θα εμπνεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμπνέω