ελκύσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαελκύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ελκύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ελκύω
- θα ελκύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ελκύω