ελεεινολογήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαελεεινολογήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ελεεινολογώ
- θα ελεεινολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ελεεινολογώ