ελεήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαελεήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ελεώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ελεώ
- θα ελεήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ελεώ