Ετυμολογία

επεξεργασία
ελίφι < τουρκική lif < αραβική ليف (līf)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ελίφι ουδέτερο

  • φυσικό σφουγγάρι για πλύσιμο του σώματος