εκστρατεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεκστρατεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκστρατεύω
- θα εκστρατεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκστρατεύω
εκστρατεύσεις