Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εκστρατεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εκστρατεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκστρατεύω
  3. θα εκστρατεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκστρατεύω