Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εκπωματίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπωματίζω
  2. θα εκπωματίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπωματίζω