εκπέσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεκπέσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εκπίπτω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπίπτω
- θα εκπέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπίπτω