Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εκθηλυνθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκθηλύνομαι
  2. θα εκθηλυνθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκθηλύνομαι