εκδασώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεκδασώνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκδασώνω | εκδάσωνα | θα εκδασώνω | να εκδασώνω | εκδασώνοντας | |
β' ενικ. | εκδασώνεις | εκδάσωνες | θα εκδασώνεις | να εκδασώνεις | εκδάσωνε | |
γ' ενικ. | εκδασώνει | εκδάσωνε | θα εκδασώνει | να εκδασώνει | ||
α' πληθ. | εκδασώνουμε | εκδασώναμε | θα εκδασώνουμε | να εκδασώνουμε | ||
β' πληθ. | εκδασώνετε | εκδασώνατε | θα εκδασώνετε | να εκδασώνετε | εκδασώνετε | |
γ' πληθ. | εκδασώνουν(ε) | εκδάσωναν εκδασώναν(ε) |
θα εκδασώνουν(ε) | να εκδασώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκδάσωσα | θα εκδασώσω | να εκδασώσω | εκδασώσει | ||
β' ενικ. | εκδάσωσες | θα εκδασώσεις | να εκδασώσεις | εκδάσωσε | ||
γ' ενικ. | εκδάσωσε | θα εκδασώσει | να εκδασώσει | |||
α' πληθ. | εκδασώσαμε | θα εκδασώσουμε | να εκδασώσουμε | |||
β' πληθ. | εκδασώσατε | θα εκδασώσετε | να εκδασώσετε | εκδασώστε | ||
γ' πληθ. | εκδάσωσαν εκδασώσαν(ε) |
θα εκδασώσουν(ε) | να εκδασώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκδασώσει | είχα εκδασώσει | θα έχω εκδασώσει | να έχω εκδασώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκδασώσει | είχες εκδασώσει | θα έχεις εκδασώσει | να έχεις εκδασώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκδασώσει | είχε εκδασώσει | θα έχει εκδασώσει | να έχει εκδασώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκδασώσει | είχαμε εκδασώσει | θα έχουμε εκδασώσει | να έχουμε εκδασώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκδασώσει | είχατε εκδασώσει | θα έχετε εκδασώσει | να έχετε εκδασώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκδασώσει | είχαν εκδασώσει | θα έχουν εκδασώσει | να έχουν εκδασώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκδασώνω
|