εκβαρβαρώσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εκβαρβαρώσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκβαρβαρώνω
- θα εκβαρβαρώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκβαρβαρώνω