Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ειωθός < αρχαία ελληνική εἰωθός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ειωθός ουδέτερο

  1. αυτό που συνήθως γίνεται, η συνήθεια
    κατά τα ειωθότα

  Μεταφράσεις επεξεργασία