ειωθός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ειωθός < αρχαία ελληνική εἰωθός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαειωθός ουδέτερο
- αυτό που συνήθως γίνεται, η συνήθεια (συνήθως στον πληθυντικό, τα ειωθότα)
- κατά τα ειωθότα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ειωθός
|