Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εισόδια < (ελληνιστική κοινήεἰσόδιος, που αναφέρεται στην είσοδο, και στη συγκεκριμένη περίπτωση στην είσοδο και αφιέρωση της τριετούς Θεοτόκου στον Ναό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Εισόδια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία