εισπνεύσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εισπνεύσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εισπνέω
- θα εισπνεύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εισπνέω
εισπνεύσουμε