εισπλεύσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εισπλεύσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εισπλέω
- θα εισπλεύσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εισπλέω
εισπλεύσετε