εισαχθούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εισαχθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εισάγομαι
- θα εισαχθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εισάγομαι
εισαχθούν