εδραιώσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεδραιώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εδραιώνω
- θα εδραιώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εδραιώνω
εδραιώσουμε