Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εδραιώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εδραιώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εδραιώνω
  3. θα εδραιώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εδραιώνω