Ετυμολογία

επεξεργασία
εδεκεί < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα

επεξεργασία

εδεκεί

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα) εκεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία