εγκωμιαστεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εγκωμιαστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εγκωμιάζομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγκωμιάζομαι
- θα εγκωμιαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγκωμιάζομαι