Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εγκωμιαστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εγκωμιάζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγκωμιάζομαι
  3. θα εγκωμιαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγκωμιάζομαι