εγκλιματίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεγκλιματίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγκλιματίζω
- θα εγκλιματίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγκλιματίζω
εγκλιματίσεις