Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εγκλιματίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγκλιματίζω
  2. θα εγκλιματίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγκλιματίζω