εβαπορέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εβαπορέ < [1] → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
εβαπορέ άκλιτο
- (τρόφιμο) κονσερβοποιημένο γάλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
εβαπορέ
- ↑ εβαπορέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας