Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δός

  • β΄ πρόσωπο ενικού στην προστακτική ενεργητικού αορίστου του ρήματος δίδωμι
→ δείτε τη λέξη  δίδωμι