Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

δωροδοκήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δωροδοκώ
  2. θα δωροδοκήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δωροδοκώ