Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δωροδοκήσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δωροδοκώ
  2. θα δωροδοκήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δωροδοκώ