Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

δωροδοκήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δωροδοκώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δωροδοκώ
  3. θα δωροδοκήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δωροδοκώ