δωροδοκήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδωροδοκήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δωροδοκώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δωροδοκώ
- θα δωροδοκήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δωροδοκώ