Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δυνηθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δύνομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δύνομαι
  3. θα δυνηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δύνομαι