δυνηθεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδυνηθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δύνομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δύνομαι
- θα δυνηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δύνομαι