δυναστεύσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδυναστεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δυναστεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δυναστεύω
- θα δυναστεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δυναστεύω