Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δρομολογηθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δρομολογούμαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δρομολογούμαι
  3. θα δρομολογηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δρομολογούμαι